ναυπηγουμένου

ναυπηγουμένου
ναυπηγέω
to be a shipbuilder
pres part mp masc/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δρύοχος — ο (AM δρύοχος) (πληθ. δρύοχοι και δρύοχα) τα υποστηρίγματα όπου στηρίζεται η τρόπιδα ναυπηγούμενου πλοίου, σχάρα, σκαρί νεοελλ. κάθε χοντρό τετραγωνισμένο δοκάρι που σχηματίζει την τρόπιδα τού πλοίου (κν. βουβό) αρχ. δάσος, δρυμός …   Dictionary of Greek

  • εσχάριο — το (Α ἐσχάριον) (υποκορ. τού εσχάρα) πύραυνο, μικρή κινητή εστία που χρησιμοποιείται για θέρμανση ή για μαγείρεμα μικρής ποσότητας τροφίμων, κν. μαγκάλι, φουφού νεοελλ. 1. καθεμιά από τις ισχυρές τετραγωνικές δοκούς που υποβαστάζουν την τρόπιδα… …   Dictionary of Greek

  • σκάρωμα — το, Ν [σκαρώνω] 1. σύλληψη ιδέας 2. επινόηση, εφεύρεση 3. (ναυπ.) κατασκευή τού σκελετού ναυπηγούμενου πλοίου …   Dictionary of Greek

  • σκαρί — το, Ν 1. ναυτ. α) σκελετός πάνω στον οποίο στηρίζεται το πλοίο που κατασκευάζεται ή επισκευάζεται, εσχάρα ναυπηγείου β) σκελετός ναυπηγούμενου πλοίου («η Νοτιά... δεν ήτο ικανή να τού αρπάσῃ το σκαρί του..., Παπαδ.) 2. μτφ. α) σωματική διάπλαση,… …   Dictionary of Greek

  • φάρσωμα — ώματος, τὸ, ΜΑ μσν. πρόχειρος μεσότοιχος, τσατμάς αρχ. τοποθέτηση τής τρόπιδας ναυπηγούμενου πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρσος + κατάλ. ωμα (πρβλ. πλεύρ ωμα: πλευρά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”